ἐκστρατεία — ἐκστρατείᾱ , ἐκστρατεία going out on service fem nom/voc/acc dual ἐκστρατείᾱ , ἐκστρατεία going out on service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατείᾳ — ἐκστρατείᾱͅ , ἐκστρατεία going out on service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκστρατεία — η 1. η έξοδος του στρατού από τη χώρα για πολεμικούς σκοπούς. 2. εξερευνητική αποστολή: Εκστρατεία στα Ιμαλάια. 3. μτφ., προσπάθεια για επιτυχία ορισμένου σκοπού, σταυροφορία: Εκστρατεία κατά των ναρκωτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργοναυτική εκστρατεία — Βλ. λ. Αργοναύτες … Dictionary of Greek
Μικρασιατική εκστρατεία — Βλ. λ. Μικρά Ασία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
ἐκστρατείας — ἐκστρατείᾱς , ἐκστρατεία going out on service fem acc pl ἐκστρατείᾱς , ἐκστρατεία going out on service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατείαν — ἐκστρατείᾱν , ἐκστρατεία going out on service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατειῶν — ἐκστρατεία going out on service fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατεῖαι — ἐκστρατεία going out on service fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστρατείαις — ἐκστρατεία going out on service fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)